- χοντρόμαλλος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που αποτελείται από χοντρό μαλλί («χοντρόμαλλη κουβέρτα»)2. το ουδ. ως ουσ. το χοντρόμαλλοχοντρό μαλλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* + -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. ολό-μαλλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.